καταδολιευτικός

καταδολιευτικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην καταδολίευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδολιεύομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”